- αναχωματίζω
- μετ. засыпать землёй
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αναχωματίζω — ισα, ίστηκα, ισμένος, γεμίζω με χώμα λάκκο, επιχωματίζω: Στις πολυκατοικίες συνήθως αναχωματίζουν τα θεμέλια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀναχωματίσαι — ἀναχωματίζω throw up a mound aor inf act ἀναχωματίσαῑ , ἀναχωματίζω throw up a mound aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναχωματίσομεν — ἀναχωματίζω throw up a mound aor subj act 1st pl (epic) ἀναχωματίζω throw up a mound fut ind act 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναχωματίσαντες — ἀναχωματίζω throw up a mound aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)